- σιδηροκυανιούχος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. χημ. ονομασία τών σύμπλοκων αλάτων ή τών εστέρων τού σιδηροκυανιούχου οξέος που περιέχουν στη σύνθεσή τους το τρισθενές σύμπλοκο ανιόν τού σιδηροκυανίου (α. «σιδηροκυανιούχο κάλιο» β. «σιδηροκυανιούχος σίδηρος»)2. φρ. «σιδηροκυανιούχο οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση, σύμπλοκο οξύ τού δισθενούς σιδήρου, που προκύπτει κατά την κατεργασία τών κυανιούχων αλάτων με θειικό οξύ και έχει τη μορφή λευκών βελονοειδών κρυστάλλων, ευδιάλυτων στο νερό και στην αιθυλική αλκοόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροκυάνιο + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Α. Κρίνο].
Dictionary of Greek. 2013.