σιδηροκυανιούχος

σιδηροκυανιούχος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. χημ. ονομασία τών σύμπλοκων αλάτων ή τών εστέρων τού σιδηροκυανιούχου οξέος που περιέχουν στη σύνθεσή τους το τρισθενές σύμπλοκο ανιόν τού σιδηροκυανίου (α. «σιδηροκυανιούχο κάλιο» β. «σιδηροκυανιούχος σίδηρος»)
2. φρ. «σιδηροκυανιούχο οξύ»
χημ. ανόργανη χημική ένωση, σύμπλοκο οξύ τού δισθενούς σιδήρου, που προκύπτει κατά την κατεργασία τών κυανιούχων αλάτων με θειικό οξύ και έχει τη μορφή λευκών βελονοειδών κρυστάλλων, ευδιάλυτων στο νερό και στην αιθυλική αλκοόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροκυάνιο + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Α. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωσικός — ή, ό, Ν [Πρώσος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πρώσους ή στην Πρωσία («πρωσικός στρατός») 2. αυτός που προέρχεται από την Πρωσία («πρωσική γλώσσα» [γλωσσ.] δυτική βαλτική γλώσσα που εξέλιπε από τον 17ο αιώνα) 3. φρ. α) «πρωσικό κυανό»… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροκυανικός — ή, ό, Ν (για χημ. ένωση) αυτός που περιέχει σίδηρο και κυάνιο, σιδηροκυανιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροκυάνιο. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferrocyanic (acid) και μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”